εξαγορασμός
Смотреть что такое "εξαγορασμός" в других словарях:
εξαγορασμός — ο [εξαγοράζω] 1. αγορά στο ακέραιο 2. δωροδοκία 3. απαλλαγή από τα επακόλουθα μιας πράξης με ανταλλάγματα … Dictionary of Greek
εξαγορασμός — ο η εξαγορά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαγορασμός — ο (Μ ξαγορασμός) βλ. εξαγορασμός … Dictionary of Greek